κυνοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοδρομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δρόμος]]), [[τρέχω]] ή [[κυνηγώ]] με σκυλιά, σε Ξεν.
|lsmtext='''κῠνοδρομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δρόμος]]), [[τρέχω]] ή [[κυνηγώ]] με σκυλιά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοδρομέω:''' <b class="num">1)</b> охотиться с собаками, травить Xen.,;<br /><b class="num">2)</b> перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοδρομέω Medium diacritics: κυνοδρομέω Low diacritics: κυνοδρομέω Capitals: ΚΥΝΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: kynodroméō Transliteration B: kynodromeō Transliteration C: kynodromeo Beta Code: kunodrome/w

English (LSJ)

   A run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.

Greek Monotonic

κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοδρομέω: 1) охотиться с собаками, травить Xen.,;
2) перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).