φωνητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φωνητός:''' -ή, -όν ([[φωνέω]]), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.
|lsmtext='''φωνητός:''' -ή, -όν ([[φωνέω]]), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φωνητός:''' [adj. verb. к [[φωνέω]] выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνητός Medium diacritics: φωνητός Low diacritics: φωνητός Capitals: ΦΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: phōnētós Transliteration B: phōnētos Transliteration C: fonitos Beta Code: fwnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.).    II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.

Greek (Liddell-Scott)

φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut dire.
Étymologie: φωνέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

φωνητός: -ή, -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φωνητός: [adj. verb. к φωνέω выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое.