οἰκείως: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(5)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκείως:''' βλ. [[οἰκεῖος]] Α.
|lsmtext='''οἰκείως:''' βλ. [[οἰκεῖος]] Α.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκείως:''' <b class="num">1)</b> подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.

Greek Monotonic

οἰκείως: βλ. οἰκεῖος Α.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείως: 1) подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);
2) благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);
3) по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).