κατειλίσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατειλίσσω:''' Ιων. αντί <i>καθ-[[ελίσσω]]</i>. | |lsmtext='''κατειλίσσω:''' Ιων. αντί <i>καθ-[[ελίσσω]]</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατειλίσσω:''' ион. = *[[καθελίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. καθελίσσω.
German (Pape)
[Seite 1394] ion. = καθελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.
Greek (Liddell-Scott)
κατειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ καθελίσσω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
κατειλίσσω (Α)
ιων. τ. βλ. καθελίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].
Greek Monotonic
κατειλίσσω: Ιων. αντί καθ-ελίσσω.
Russian (Dvoretsky)
κατειλίσσω: ион. = *καθελίσσω.