μισοφίλιππος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑσοφίλιππος:''' -ον, αυτός που μισεί τον Φίλιππο (τον Μακεδόνα), σε Αισχίν. | |lsmtext='''μῑσοφίλιππος:''' -ον, αυτός που μισεί τον Φίλιππο (τον Μακεδόνα), σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑσοφίλιππος:''' ненавидящий Филиппа Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[φῐ], ον,
A hating Philip, Aeschin.2.14.
German (Pape)
[Seite 192] den Philipp hassend, Aesch. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοφίλιππος: -ον, ὁ μισῶν τὸν Φίλιππον, Αἰσχίν. 30. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait Philippe, ennemi de Philippe.
Étymologie: μισέω, Φίλιππος.
Greek Monolingual
μισοφίλιππος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τον Φίλιππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Φίλιππος].
Greek Monotonic
μῑσοφίλιππος: -ον, αυτός που μισεί τον Φίλιππο (τον Μακεδόνα), σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
μῑσοφίλιππος: ненавидящий Филиппа Aeschin.