συμφλέγω: Difference between revisions
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[πυρπολώ]] μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, [[καίω]] ολοσχερώς, [[κατακαίω]] από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ. | |lsmtext='''συμφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[πυρπολώ]] μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, [[καίω]] ολοσχερώς, [[κατακαίω]] από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφλέγω:''' сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι [[μετά]] τινος Plut. сгореть вместе с чем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A burn up, burn to cinders, E.Ba.595 (lyr.); σ. κεραυνῷ Theoc.22.211; σ. αὐτοὺς κύκλῳ LXX Is.42.25; with love, AP5.110 (Antiphil.):—Pass., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Plu.Alex.60.
German (Pape)
[Seite 992] mit, zusammen verbrennen; δώματα, Eur. Bacch. 595; κεραυνῷ, Theocr. 22, 211; auch von der Liebe, συμφλέξει πάντας φίλτρα, Antiphil. 2 (V, 111).
Greek (Liddell-Scott)
συμφλέγω: φλέγω, καίω ὁμοῦ, κατακαίω μέχρι τέφρας, Εὐρ. Βάκχ. 595· σ. κεραυνῷ Θεόκρ. 22. 211. ― Παθητ., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Πλουτ. Ἀλέξ. 60· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 5. 111.
French (Bailly abrégé)
brûler entièrement, consumer.
Étymologie: σύν, φλέγω.
Greek Monolingual
Α
κατακαίω («συμφλέγει πάντα [[[ἔρως]]]», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φλέγω «καίω»].
Greek Monolingual
Α
κατακαίω («συμφλέγει πάντα [[[ἔρως]]]», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φλέγω «καίω»].
Greek Monotonic
συμφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, πυρπολώ μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, καίω ολοσχερώς, κατακαίω από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
συμφλέγω: сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι μετά τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.