θοινάζω: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θοινάζω:''' = [[θοινάω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''θοινάζω:''' = [[θοινάω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θοινάζω:''' Xen. = [[θοινάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.
German (Pape)
[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.
French (Bailly abrégé)
c. θοινάω.
Greek Monolingual
θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.
Greek Monotonic
θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θοινάζω: Xen. = θοινάω.