ἐνειδοφορέω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνειδοφορέω:''' λέγεται για γλύπτη ή αγαλματοποιό, [[δίνω]] [[μορφή]] σε [[κάτι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐνειδοφορέω:''' λέγεται για γλύπτη ή αγαλματοποιό, [[δίνω]] [[μορφή]] σε [[κάτι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνειδοφορέω:''' придавать образ, т. е. превращать в статую ([[Πραξιτέλης]] πέτρον ἐνειδοφορῶν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
of a sculptor,
A work into shape, πέτρον ἐνειδοφορῶν AP 12.57 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 836] πέτρον, Gestalt in einen Stein bringen, vom Bildhauer, Mel. 12 (XII, 57).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνειδοφορέω: ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, δίδω μορφὴν εἴς τι, πέτρον ἐνειδοφορῶν Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Gräfe σ. 56.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
transformer en figure.
Étymologie: ἐν, εἰδοφορέω.
Spanish (DGE)
dar forma, modelar πέτρον AP 12.57 (Mel.).
Greek Monotonic
ἐνειδοφορέω: λέγεται για γλύπτη ή αγαλματοποιό, δίνω μορφή σε κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνειδοφορέω: придавать образ, т. е. превращать в статую (Πραξιτέλης πέτρον ἐνειδοφορῶν Anth.).