παραιφάμενος: Difference between revisions
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραιφάμενος:''' -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του [[παράφημι]],<br /><b class="num">I.</b> [[παρακινητικός]], [[ενθαρρυντικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιτιμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''παραιφάμενος:''' -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του [[παράφημι]],<br /><b class="num">I.</b> [[παρακινητικός]], [[ενθαρρυντικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιτιμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραιφάμενος:''' (φᾰ) [part. praes. med. к [[παράφημι]] (тж. [[ἐπέεσσι]] π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Ep. part. Med. of παράφημι,
A talking over, persuading, Il.24.771, h.Cer.336, Hes.Th.90.
German (Pape)
[Seite 480] part. praes. med. von παράφημι, zuredend, ermunternd, Il. 24, 771, h. Cer. 337, Hes. Th. 90.
Greek (Liddell-Scott)
παραιφάμενος: -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ παράφημι, παραινῶ, πείθω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui réprimande, qui blâme.
Étymologie: part. prés. Moy. poét. de παράφημι.
English (Autenrieth)
see παράφημι.
Greek Monolingual
-ένη, -ον, Α
βλ. παράφημι.
Greek Monotonic
παραιφάμενος: -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του παράφημι,
I. παρακινητικός, ενθαρρυντικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
II. επιτιμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παραιφάμενος: (φᾰ) [part. praes. med. к παράφημι (тж. ἐπέεσσι π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.