προσθετέον: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσθετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, <i>τινίτι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''προσθετέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, <i>τινίτι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσθετέον:''' adj. verb. к [[προστίθημι]].
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθετέον Medium diacritics: προσθετέον Low diacritics: προσθετέον Capitals: ΠΡΟΣΘΕΤΕΟΝ
Transliteration A: prosthetéon Transliteration B: prostheteon Transliteration C: prostheteon Beta Code: prosqete/on

English (LSJ)

   A one must add, Pl.Smp.206a, Arist.EN1101a16.    II one must assign, τινί τι X.Mem.2.1.2.    III one must apply, Orib. Fr.1, Aët.16.73, Paul.Aeg.3.66.

Greek (Liddell-Scott)

προσθετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ προστίθημι, δεῖ προστιθέναι, Πλάτ. Συμπ. 206Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 11, 15· οὐκοῦν, ἔφη, καὶ ὅταν ποιεῖν βούλωνται, τὸ δύνασθαι διψῶντα ἀνέχεσθαι τῷ αὐτῷ προσθετέον; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2.

Greek Monotonic

προσθετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, τινίτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσθετέον: adj. verb. к προστίθημι.