κάθησο: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(5)
 
(2b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθησο:''' προστ. του [[κάθημαι]]· [[καθῆστο]], γʹ ενικ. παρατ.
|lsmtext='''κάθησο:''' προστ. του [[κάθημαι]]· [[καθῆστο]], γʹ ενικ. παρατ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθησο:''' эп. 2 л. sing. imper. к [[κάθημαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 31 December 2018

Greek Monotonic

κάθησο: προστ. του κάθημαι· καθῆστο, γʹ ενικ. παρατ.

Russian (Dvoretsky)

κάθησο: эп. 2 л. sing. imper. к κάθημαι.