ψάμμιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψάμμιος:''' 3, v. l. ψαμμίς, ίδος adj. f приставший к песчаному взморью ([[ἀκάτα]] Aesch.), по по друг. песчаный (ἀκτα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1391] = ψάμμινος, Aesch. Ag. 958 ἀκτά.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monotonic

ψάμμιος: -α, -ον (ψάμμος), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, αμμώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ψάμμιος: 3, v. l. ψαμμίς, ίδος adj. f приставший к песчаному взморью (ἀκάτα Aesch.), по по друг. песчаный (ἀκτα Aesch.).