πανοικίᾳ: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(5) |
(1ba) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰνοικίᾳ:''' Ιων. -ίῃ, επίρρ. (η ονομ. [[πανοικία]] δεν χρησιμ.)· [[ολόκληρο]] το [[σπίτι]], όλος ο [[οικιακός]] [[εξοπλισμός]], [[νοικοκυριό]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''πᾰνοικίᾳ:''' Ιων. -ίῃ, επίρρ. (η ονομ. [[πανοικία]] δεν χρησιμ.)· [[ολόκληρο]] το [[σπίτι]], όλος ο [[οικιακός]] [[εξοπλισμός]], [[νοικοκυριό]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[nom. [[πανοικία]] is not used]<br />with all the [[house]], [[household]] and all, Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 9 January 2019
Greek Monotonic
πᾰνοικίᾳ: Ιων. -ίῃ, επίρρ. (η ονομ. πανοικία δεν χρησιμ.)· ολόκληρο το σπίτι, όλος ο οικιακός εξοπλισμός, νοικοκυριό, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[nom. πανοικία is not used]
with all the house, household and all, Hdt.