ὠκύποινος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύποινος:''' -ον ([[ποινή]]), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὠκύποινος:''' -ον ([[ποινή]]), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκύποινος:''' быстро караемый ([[παρβασία]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].
Greek Monotonic
ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).