δυσαπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπόδεικτος:''' -ον ([[ἀποδείκνυμι]]), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσαπόδεικτος:''' -ον ([[ἀποδείκνυμι]]), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπόδεικτος:''' трудно доказуемый Plat.
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπόδεικτος Medium diacritics: δυσαπόδεικτος Low diacritics: δυσαπόδεικτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dysapódeiktos Transliteration B: dysapodeiktos Transliteration C: dysapodeiktos Beta Code: dusapo/deiktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to demonstrate, Pl.R.488a.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu beweisen, Plat. Rep. VI, 487 e.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπόδεικτος: -ον, δυσκόλως ἀποδεικνυόμενος, Πλάτ. Πολ. 487Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à démontrer.
Étymologie: δυσ-, ἀποδείκνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de demostrar λόγος Pl.R.487e, cf. Procl.in Alc.173.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)
αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.

Greek Monotonic

δυσαπόδεικτος: -ον (ἀποδείκνυμι), αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπόδεικτος: трудно доказуемый Plat.