Ἀργώ: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἀργώ:''' -όος, συνηρ. <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀργός]] = [[ταχύς]]), η Αργώ ή η Ταχεία, το [[πλοίο]] με το οποίο ο Ιάσωνας έπλευσε στην [[Κολχίδα]], σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. [[Ἀργῷος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στην Αργώ, σε Ευρ. | |lsmtext='''Ἀργώ:''' -όος, συνηρ. <i>-οῦς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἀργός]] = [[ταχύς]]), η Αργώ ή η Ταχεία, το [[πλοίο]] με το οποίο ο Ιάσωνας έπλευσε στην [[Κολχίδα]], σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. [[Ἀργῷος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει στην Αργώ, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἀργώ:''' οῦς ἡ Арго, «Быстрая» (корабль аргонавтов) Hom., Pind., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
όος, contr. οῦς, ἡ, (ἀργός, ή, όν)
A Argo, the ship in which Jason sailed to Colchis, the Swift, first in Od.12.70:—Adj. Ἀργῷος, α, ον, of the Argo, δόρυ, σκάφος, E.Andr.793 (lyr.), Med.477. 2 the constellation Argo, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.342, etc. 3 tree of whose timber the Argo was built, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀργώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, (ἀργός, ή, όν), ἡ Ἀργώ, ἤτοι τὸ πλοῖον ἐν ᾧ ὁ Ἲάσων ἔπλευσεν εἰς τὴν Κολχίδα, πρῶτον ἐν Ὀδ. Μ. 70: - Ἐπίθ. Ἀργῷος, α, ον, ἀνήκων εἰς τὴν Ἀργώ, δόρυ, σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 794, Μήδ. 477. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Ἀργοῦς, Ἐρατοσθ. Καταστ. 35.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς ; όϊ-οῖ, ώ;
Argô (litt. le rapide), vaisseau des Argonautes.
Étymologie: ἀργός¹.
English (Autenrieth)
the Argo, ship of the Argonants, Od. 12.70†.
English (Slater)
Ἀργώ the ship of Jason and the Argonauts.
1 Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις (O. 13.54) “θοᾶς Ἀργοῦς” (P. 4.25) ναὸς Ἀργοῦς (P. 4.185)
Greek Monotonic
Ἀργώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ (ἀργός = ταχύς), η Αργώ ή η Ταχεία, το πλοίο με το οποίο ο Ιάσωνας έπλευσε στην Κολχίδα, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Ἀργῷος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στην Αργώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀργώ: οῦς ἡ Арго, «Быстрая» (корабль аргонавтов) Hom., Pind., Eur.