ὑπερμεγάθης: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερμεγάθης:''' [ᾰ], Ιων. αντί <i>ὑπερ-[[μεγέθης]]</i>. | |lsmtext='''ὑπερμεγάθης:''' [ᾰ], Ιων. αντί <i>ὑπερ-[[μεγέθης]]</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερμεγάθης:''' (ᾰ) ион. = [[ὑπερμεγέθης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ὑπερμεγέθης.
German (Pape)
[Seite 1198] ες, ion. statt ὑπερμεγέθης, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμεγάθης: [ᾰ], Ἰωνικ. ἀντὶ ὑπερμεγέθης. Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑπερμεγέθης.
Greek Monolingual
ὑπερμέγαθες, Α
ιων. τ. βλ. υπερμεγέθης.
Greek Monotonic
ὑπερμεγάθης: [ᾰ], Ιων. αντί ὑπερ-μεγέθης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμεγάθης: (ᾰ) ион. = ὑπερμεγέθης.