διαλυτέον: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαλῠτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να διαλύσουμε, [[φιλίαν]], σε Αριστ. | |lsmtext='''διαλῠτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να διαλύσουμε, [[φιλίαν]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαλυτέον, adj. verb. van διαλύω men moet beëindigen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must dissolue, φιλίαν Arist.EN1165b17.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῠτέον: ῥημ. ἐπιθ., πρέπει τις νὰ διαλύσῃ, φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν.9.3,3.
Spanish (DGE)
1 hay que poner fin a la amistad, Arist.EN 1165b17.
2 hay que disolver τὸν ... σύλλογον Gr.Naz.M.36.452C.
3 hay que resolver ταῦτά σοι δ. ref. a cuestiones matemáticas, Plu.2.428b, τὸ ἔνατον τῶν ἀπόρων Simp.in Ph.638.17.
4 hay que pagar, hay que devolver καθάπερ οὖν ἐπὶ ῥητοῖς εὐεργετηθέντα Arist.EN 1163a6.
Greek Monotonic
διαλῠτέον: ρημ. επίθ., πρέπει να διαλύσουμε, φιλίαν, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλυτέον, adj. verb. van διαλύω men moet beëindigen.