δοτέος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[δίδωμι]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δοτέον</i>, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.
|lsmtext='''δοτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[δίδωμι]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δοτέον</i>, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοτέος:''' adj. verb. к [[δίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοτέος Medium diacritics: δοτέος Low diacritics: δοτέος Capitals: ΔΟΤΕΟΣ
Transliteration A: dotéos Transliteration B: doteos Transliteration C: doteos Beta Code: dote/os

English (LSJ)

α, ον, (δίδωμι)

   A to be given, Hdt.8.111.    II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.

Greek (Liddell-Scott)

δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.

Greek Monotonic

δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.