συμφυγάς: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμφῠγάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ, [[εξόριστος]] από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ. | |lsmtext='''συμφῠγάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ, [[εξόριστος]] από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφῠγάς:''' άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ товарищ по изгнанию Eur., Thuc., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ,
A fellow-exile, E.Ba.1382 (anap.), Th.6.88, X.HG1.2.13.
German (Pape)
[Seite 993] άδος, ὁ, ἡ, Mitvertriebener, Genosse der Flucht oder Verbannung; Eur. Bacch. 1380; Thuc. 6, 88.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ συμφυγαδευθείς, συνεξόριστος, Εὐρ. Βάκχ. 1382, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
compagnon ou compagne d’exil.
Étymologie: σύν, φυγάς.
Greek Monolingual
-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].
Greek Monolingual
-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].
Greek Monotonic
συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, εξόριστος από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμφῠγάς: άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ товарищ по изгнанию Eur., Thuc., Xen.