ἀποφυγγάνω: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποφυγγάνω:''' = [[ἀποφεύγω]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀποφυγγάνω:''' = [[ἀποφεύγω]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποφυγγάνω:''' Dem. = [[ἀποφεύγω]] 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:23, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἀποφεύγω, D.23.74, Them.Or.18.220b, al.
German (Pape)
[Seite 335] = ἀποφεύγω, nur praes., vor Gericht losgesprochen werden, Dem. 23, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφυγγάνω: ἀποφεύγω ΙΙ, Δημ. 644. 25.
Spanish (DGE)
1 salir absuelto de un proceso Ὀρέστης ... ὁμολογῶν θεῶν δικαστῶν τυχὼν ἀποφυγγάνει D.23.74.
2 escapar (αἱ κύνες) ἀεὶ τὸ φανὲν μεταθέουσαι ἀποφυγγάνειν τὸ πρόσθεν ἐῶσι Them.Or.18.220b, τὸ ἐπίπονον τῆς ἀρετῆς Thdt.Affect.7.2.
Greek Monolingual
ἀποφυγγάνω (Α)
αθωώνομαι.
Greek Monotonic
ἀποφυγγάνω: = ἀποφεύγω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφυγγάνω: Dem. = ἀποφεύγω 3.