ἀποκαύλισις: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκαύλισις:''' -εως, ἡ, [[αποκοπή]] στελέχους, [[σμίκρυνση]], [[απόσπαση]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀποκαύλισις:''' -εως, ἡ, [[αποκοπή]] στελέχους, [[σμίκρυνση]], [[απόσπαση]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκαύλισις:''' εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
Greek Monotonic
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαύλισις: εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.).