πόλινδε: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πόλινδε:''' επίρρ., μέσα ή προς την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πόλινδε:''' επίρρ., μέσα ή προς την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόλινδε:''' adv. в город, к городу Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A into or to the city, Il.5.224, al.
German (Pape)
[Seite 655] in die Stadt, nach der Stadt hin, Hom. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πόλινδε: ἐπίρρ. εἰς ἢ πρὸς τὴν πόλιν, Ἰλ. Ε. 224, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la ville, vers la ville avec mouv.
Étymologie: πόλις, -δε.
English (Autenrieth)
to the city.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στην πόλη ή προς την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλιν του πόλις + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πολεμόν-δε)].
Greek Monotonic
πόλινδε: επίρρ., μέσα ή προς την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πόλινδε: adv. в город, к городу Hom.