ἀποπενθέω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπενθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πενθώ]], [[θρηνώ]] για κάποιον, <i>τινά</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποπενθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πενθώ]], [[θρηνώ]] για κάποιον, <i>τινά</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπενθέω:''' оплакивать (τινα [[δέκα]] μῆνας Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπενθέω Medium diacritics: ἀποπενθέω Low diacritics: αποπενθέω Capitals: ΑΠΟΠΕΝΘΕΩ
Transliteration A: apopenthéō Transliteration B: apopentheō Transliteration C: apopentheo Beta Code: a)popenqe/w

English (LSJ)

   A mourn for, τινά Plu.Cor.39.

German (Pape)

[Seite 318] (vollständig) betrauern, τινά Plut. Cor. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπενθέω: πενθῶ, θρηνῶ τινα, μ. αἰτ. Πλουτ. Κορ. 39. ΙΙ. παύομαι πανθῶν, ἐπειδὴ δὲ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Γρηγ. Ναζ. τ. Ι. σ. 889Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pleurer sur.
Étymologie: ἀπό, πενθέω.

Spanish (DGE)

1 plañir, llorar a un muerto, Plu.Cor.39.
2 dejar de llorar τοῦ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Gr.Naz.Ep.166.2.

Greek Monotonic

ἀποπενθέω: μέλ. -ήσω, πενθώ, θρηνώ για κάποιον, τινά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπενθέω: оплакивать (τινα δέκα μῆνας Plut.).