ἀτρόμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρόμητος:''' -ον ([[τρομέω]]), = το επόμ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀτρόμητος:''' -ον ([[τρομέω]]), = το επόμ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρόμητος:''' Anth. = [[ἄτρομος]].
}}
}}

Revision as of 17:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρόμητος Medium diacritics: ἀτρόμητος Low diacritics: ατρόμητος Capitals: ΑΤΡΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: atrómētos Transliteration B: atromētos Transliteration C: atromitos Beta Code: a)tro/mhtos

English (LSJ)

ον, = sq., B.12.123, AP6.256 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 389] = folgdm, Antp. Sid. 40 (VI, 256).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρόμητος: -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ Ὀλύμπιος Ζεὺς ἀτρόμητος εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiembla, intrépido Νηρῇδος ἀ. υἱός B.13.123, cf. AP 6.256 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτρόμητος, -ον) τρομώ
άτρομος, άφοβος.

Greek Monotonic

ἀτρόμητος: -ον (τρομέω), = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρόμητος: Anth. = ἄτρομος.