ἀποσποδέω: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσποδέω:''' стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch. II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.
Greek Monotonic
ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).