βυρσοπαγής: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βυρσοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), κατασκευασμένος από [[δέρμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''βυρσοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), κατασκευασμένος από [[δέρμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βυρσοπᾰγής:''' сделанный из кожи, обтянутый кожей (ῥόπτρα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι)
A made of hides, ῥόπτρα Plu. Crass.23.
German (Pape)
[Seite 468] ές, von Leder gemacht, ῥόπτρα Plut. Crass. 23.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἐκ δερμάτων κατεσκευασμένος, Πλούτ. Κράσσ. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de peau, litt. où l’on a fixé de la peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές con parche de pielde timbales, Plu.Crass.23.
Greek Monolingual
βυρσοπαγής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -παγής < πήγνυμι.
Greek Monotonic
βυρσοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από δέρμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βυρσοπᾰγής: сделанный из кожи, обтянутый кожей (ῥόπτρα Plut.).