γεωρύχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(3) |
(1a) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεωρύχος:''' [ῠ], -ον (γῆ, [[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ. | |lsmtext='''γεωρύχος:''' [ῠ], -ον (γῆ, [[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[γῆ, [[ὀρύσσω]]<br />throwing up the [[earth]], Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:35, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
γεωρύχος: [ῠ], -ον, (γῆ, ὀρύσσω) ὁ ἀνασκάπτων τὴν γῆν, Στράβων 144.
Greek Monolingual
ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].
Greek Monotonic
γεωρύχος: [ῠ], -ον (γῆ, ὀρύσσω), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ.