γελαστής: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γελᾰστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.
|lsmtext='''γελᾰστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''γελαστής:''' οῦ ὁ насмешник: οὐχ ὡς γ. [[ἐλήλυθα]] Soph. я пришел не за тем, чтобы глумиться.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελᾰστής Medium diacritics: γελαστής Low diacritics: γελαστής Capitals: ΓΕΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: gelastḗs Transliteration B: gelastēs Transliteration C: gelastis Beta Code: gelasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.

Greek (Liddell-Scott)

γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rieur.
Étymologie: γελάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
burlón, el que se mofa οὔθ' ὡς γ. ... ἐλήλυθα S.OT 1422.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) γελώ
αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται
νεοελλ.
αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας.

Greek Monotonic

γελᾰστής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γελαστής: οῦ ὁ насмешник: οὐχ ὡς γ. ἐλήλυθα Soph. я пришел не за тем, чтобы глумиться.