γλυκύμαλον: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
(3) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλυκύμᾱλον:''' τό дор. сладкий сорт яблок [[Sappho]]: [[φίλον]] γ. - v. l. [[μελίμαλον]] (обращение) Theocr. сокровище мое. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
Greek Monolingual
το
βλ. γλυκόμηλο.
Greek Monotonic
γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v. l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.