γλυκύμαλον

English (LSJ)

Aeolic and Doric for γλυκύμηλον.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v.l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Greek Monolingual

το
βλ. γλυκόμηλο.

Greek Monotonic

γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

sweet-apple, as a term of endearment, Theocr.