γλυκόμηλο
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
(AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον)
ο καρπός της γλυκομηλιάς (α. «έκαμν' άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός
β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ' ὄσδῳ» — κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη του κλαδιού, Σαπφώ)
αρχ.
(προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο) «φίλον γλυκύμαλον» (Θεόκρ.).