δείμομεν: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(3)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείμομεν:''' Επικ. αντί <i>δείμωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του [[δέμω]].
|lsmtext='''δείμομεν:''' Επικ. αντί <i>δείμωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του [[δέμω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δείμομεν ep. conj. aor. act. 1 plur. van δέμω.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. ao. sbj. épq. de δέμω.

English (Autenrieth)

see δέμω.

Greek Monotonic

δείμομεν: Επικ. αντί δείμωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ του δέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείμομεν ep. conj. aor. act. 1 plur. van δέμω.