δοχμόομαι: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(4) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοχμόομαι:''' склоняться, сгибаться: δοχμωθείς HH, Hes. наклонившись, согнувшись. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning himself to whet his tusks or rip up his enemy, Hes. Sc.389; of Hermes turning himself to dart through the keyhole, h.Merc.146.—Later in aor. Act. δόχμωσε, Med. δοχμώσατο, Nonn.D. 42.193, 37.254.
Greek (Liddell-Scott)
δοχμόομαι: παθ., στρέφομαι, κλίνω πρὸς τὰ πλάγια, κυρτοῦμαι, δοχμωθεὶς λέγεται ἐπὶ κάπρου στρεφομένου ἢ κλίνοντος ἑαυτόν, ὅπως διασπαράξῃ τὸν ἐχθρόν του, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389· οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 146· πρβλ. κυρτόω. ― Ὁ ἐνεργ. ἀόρ. δόχμωσε, μέσ. δοχμώσατο ἀπαντῶσι παρὰ Νόνν. Δ. 42. 182., 37. 254.
Greek Monotonic
δοχμόομαι: Παθ., στρέφομαι, κλίνω προς τα πλάγια· δοχμωθείς, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη ράχη πριν επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το βέλος και περνώντας το μέσα από μια κλειδαρότρυπα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
δοχμόομαι: склоняться, сгибаться: δοχμωθείς HH, Hes. наклонившись, согнувшись.