ἐκκωφέω: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκκωφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκουφαίνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται [[ξίφη]], τα [[ξίφη]], τα [[σπαθιά]] στόμωσαν, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐκκωφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξεκουφαίνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται [[ξίφη]], τα [[ξίφη]], τα [[σπαθιά]] στόμωσαν, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκωφέω:''' и [[ἐκκωφόω]] только pf.<br /><b class="num">1)</b> оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας [[βοῶν]] Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ [[ὦτα]] ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;<br /><b class="num">2)</b> ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);<br /><b class="num">3)</b> притуплять (εἰς τὸ [[κάλλος]] ἐκκεκώφωται [[ξίφη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A deafen, stun, τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312 : —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81 : metaph., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη are blunted at the sight of.., E.Or.1288, cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκωφέω: τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ κάλος ἐκκεκώφηται ξίφη, ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ ξίφη, Εὐρ. Ὀρ. 1288, ἔνθα οὗτος ὁ τύπος προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. assourdir ; fig. (au Pass.) être hébété, frappé de stupeur;
2 intr. être sourd.
Étymologie: cf. ἐκκωφόω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. perf. 3a plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]
1 dejar sordo fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.
2 aturdir τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas? E.Or.1288.
3 en perf. v. med. quedarse sordo, irón. por desentenderse ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo Synes.Ep.5 (p.14).
Greek Monotonic
ἐκκωφέω: μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκωφέω: и ἐκκωφόω только pf.
1) оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;
2) ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);
3) притуплять (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.).