ἐπιρριπτέω: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιρριπτέω:'''<b class="num">1.</b> = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπιρριπτέω:'''<b class="num">1.</b> = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιρριπτέω:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> (на что-л.) бросать, кидать, сбрасывать (ξύλα [[ἄνωθεν]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> бросаться вперед, устремляться: ἐπιρριπτοῦσαι, ταχὺ μεταθεύσονται Xen. (напав на след зайца, собаки) устремившись вперед, быстро бегут. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
= sq., only in pres. and impf., X.An.5.2.23, Plb.18.46.12, Ph.Bel.100.13, Sor.2.32:—Pass., Ph.Bel.99.48, Parth.9.8. 2. intr., throw oneself upon the track, X.Cyn.6.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρριπτέω: τῷ ἑπομ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ξεν. Ἀν. 5. 2, 23. 2) ἀμεταβ., ῥίπτομαι ἐπὶ τὰ ἴχνη, ἐπὶ κυνῶν. Ξεν. Κυν. 6. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf.
jeter sur.
Étymologie: ἐπί, ῥιπτέω.
Greek Monotonic
ἐπιρριπτέω:1. = το επόμ.· μόνο σε ενεστ. και παρατ., σε Ξεν.
2. αμτβ., ρίχνομαι επί τα ίχνη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρριπτέω: (только praes. и impf.)
1) (на что-л.) бросать, кидать, сбрасывать (ξύλα ἄνωθεν Xen.);
2) бросаться вперед, устремляться: ἐπιρριπτοῦσαι, ταχὺ μεταθεύσονται Xen. (напав на след зайца, собаки) устремившись вперед, быстро бегут.