ἕστηκα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕστηκα:''' -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του [[ἵστημι]]· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.
|lsmtext='''ἕστηκα:''' -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του [[ἵστημι]]· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕστηκα:''' pf. к [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστηκα Medium diacritics: ἕστηκα Low diacritics: έστηκα Capitals: ΕΣΤΗΚΑ
Transliteration A: héstēka Transliteration B: hestēka Transliteration C: estika Beta Code: e(/sthka

English (LSJ)

ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς,

   A v. ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

pf. de ἵστημι.

Greek Monotonic

ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

ἕστηκα: pf. к ἵστημι.