ἑστιόομαι: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1ab) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑστιόομαι:''' Παθ. ([[ἑστία]]), εξασφαλίζομαι, εδραιώνομαι ή θεμελιώνομαι (μέσω απόκτησης παιδιών), σε Ευρ. | |lsmtext='''ἑστιόομαι:''' Παθ. ([[ἑστία]]), εξασφαλίζομαι, εδραιώνομαι ή θεμελιώνομαι (μέσω απόκτησης παιδιών), σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἑστιόομαι]], [[ἑστία]]<br />Pass. to be founded or established (by children), Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Pass., (ἑστία) δῶμ' ἑστιοῦται the house
A is founded or established (by children), E.Ion 1464 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), ἄπαιδες οὐκέτ’ ἐσμέν οὐδ’. ἄτεκνοι· δῶμ’ ἑστιοῦται, ὁ οἶκος ἑδραιοῦται (δηλ. διά τῶν τέκνων), Λατ. domus constituta, fundata est, Εὐρ. Ἴων. 1464.
Greek Monotonic
ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), εξασφαλίζομαι, εδραιώνομαι ή θεμελιώνομαι (μέσω απόκτησης παιδιών), σε Ευρ.
Middle Liddell
ἑστιόομαι, ἑστία
Pass. to be founded or established (by children), Eur.