εὐπώγων: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπώγων:''' ὁ, αυτός που έχει [[καλά]] γένεια, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐπώγων:''' ὁ, αυτός που έχει [[καλά]] γένεια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπώγων:''' 2, gen. ωνος adj. густобородый или длиннобородый Arst., Anth.
}}
}}

Revision as of 21:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπώγων Medium diacritics: εὐπώγων Low diacritics: ευπώγων Capitals: ΕΥΠΩΓΩΝ
Transliteration A: eupṓgōn Transliteration B: eupōgōn Transliteration C: efpogon Beta Code: eu)pw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A well-bearded, Arist.Phgn.808a23, AP9.99 (Leon.), 744 (Id.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπώγων: ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν γένειον, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à la belle ou longue barbe.
Étymologie: εὖ, πώγων.

Greek Monolingual

εὐπώγων, -ωνος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πώγων.

Greek Monotonic

εὐπώγων: ὁ, αυτός που έχει καλά γένεια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπώγων: 2, gen. ωνος adj. густобородый или длиннобородый Arst., Anth.