ἔρεβος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(4)
(2)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρεβος:''' τό, Αττ. γεν. <i>Ἐρέβους</i>, Ιων. <i>Ἐρέβευς</i>, Επικ. [[Ἐρέβεσφιν]]· Έρεβος, [[τόπος]] απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., [[ἔρεβος]] ὕφαλον, το [[σκοτάδι]] της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἔρεβος:''' τό, Αττ. γεν. <i>Ἐρέβους</i>, Ιων. <i>Ἐρέβευς</i>, Επικ. [[Ἐρέβεσφιν]]· Έρεβος, [[τόπος]] απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., [[ἔρεβος]] ὕφαλον, το [[σκοτάδι]] της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρεβος:''' ους и εος τό (эп. gen. [[ἐρέβευς]], ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина.
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους, épq. -ευς (τό) :
1 obscurité, ténèbres en parl. des enfers ; l’Érèbe, les enfers ; qqf en parl. du fond de la mer ἔρεβος ὕφαλον SOPH l’abîme sous-marin;
2 n. pr. Erébos, fils du Chaos.
Étymologie: cf. ἐρέφω.

Greek Monotonic

ἔρεβος: τό, Αττ. γεν. Ἐρέβους, Ιων. Ἐρέβευς, Επικ. Ἐρέβεσφιν· Έρεβος, τόπος απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔρεβος ὕφαλον, το σκοτάδι της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρεβος: ους и εος τό (эп. gen. ἐρέβευς, ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина.