θρηνητής: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρηνητής:''' -οῦ, ὁ, = [[θρηνητήρ]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θρηνητής:''' -οῦ, ὁ, = [[θρηνητήρ]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρηνητής:''' οῦ ὁ Aesch. = [[θρηνητήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= θρηνητήρ, A.Ag.1075, BGU34 iv 4 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1217] ὁ, dasselbe, Aesch. Ag. 1045.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνητής: -οῦ, ὁ, = θρηνητήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1075.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.
Greek Monolingual
θρηνητής, ὁ (Α) θρηνώ
ο θρηνητήρ.
Greek Monotonic
θρηνητής: -οῦ, ὁ, = θρηνητήρ, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θρηνητής: οῦ ὁ Aesch. = θρηνητήρ.