θρεπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρεπτέος:''' adj. verb. к [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτέος Medium diacritics: θρεπτέος Low diacritics: θρεπτέος Capitals: ΘΡΕΠΤΕΟΣ
Transliteration A: threptéos Transliteration B: threpteos Transliteration C: threpteos Beta Code: qrepte/os

English (LSJ)

α, ον, (τρέφω)

   A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R.403c.    II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.    2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τρέφω.

Greek Monotonic

θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.