ἱέμεν: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱέμεν:''' [[ἱέμεναι]], Επικ. απαρ. ενεστ. του [[ἵημι]]· ἱέμενος, μτχ. Παθ. ενεστ.
|lsmtext='''ἱέμεν:''' [[ἱέμεναι]], Επικ. απαρ. ενεστ. του [[ἵημι]]· ἱέμενος, μτχ. Παθ. ενεστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱέμεν:''' <b class="num">I</b> и [[ἱέμεναι]] эп. inf. praes. к [[ἵημι]].<br /><b class="num">II</b> impf. к *[[ἵεμαι]] II.
}}
}}

Revision as of 22:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἱέμεν: ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἵημι. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἵημι.

Greek Monotonic

ἱέμεν: ἱέμεναι, Επικ. απαρ. ενεστ. του ἵημι· ἱέμενος, μτχ. Παθ. ενεστ.

Russian (Dvoretsky)

ἱέμεν: I и ἱέμεναι эп. inf. praes. к ἵημι.
II impf. к *ἵεμαι II.