καδδῦσαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καδδῦσαι:''' Επικ. αντί <i>καταδῦσαι</i>, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του [[καταδύω]].
|lsmtext='''καδδῦσαι:''' Επικ. αντί <i>καταδῦσαι</i>, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του [[καταδύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καδδῦσαι:''' эп. part. aor. pl. f к [[καταδύω]].
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1279] = καταδῦσαι, Il. 19, 25.

Greek (Liddell-Scott)

καδδῦσαι: Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. θηλ. μετοχ. ἀορ. ἐνεργ. τοῦ καταδύω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. fém. pl. épq. de καταδύω.

English (Autenrieth)

see καταδύω.

Greek Monotonic

καδδῦσαι: Επικ. αντί καταδῦσαι, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του καταδύω.

Russian (Dvoretsky)

καδδῦσαι: эп. part. aor. pl. f к καταδύω.