καλλιπάρθενος: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλιπάρθενος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· <i>δέρηκ</i>., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ. | |lsmtext='''καλλιπάρθενος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· <i>δέρηκ</i>., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐπάρθενος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);<br /><b class="num">2)</b> принадлежащий прекрасной деве, девичий ([[δέρη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with beautiful nymphs, Νείλου . . κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une belle jeune fille.
Étymologie: καλός, παρθένος.
Greek Monolingual
καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. ἡ καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθένος.
Greek Monotonic
καλλιπάρθενος: -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· δέρηκ., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπάρθενος: 1) изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);
2) принадлежащий прекрасной деве, девичий (δέρη Eur.).