θώψ: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θώψ:''' γεν. <i>θωπός</i>, ὁ, [[κόλακας]], [[δουλοπρεπής]], [[ψεύτικος]] [[φίλος]], σε Ηρόδ.· ως επίθ., <i>θῶπες λόγοι</i>, κολακευτικά [[λόγια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''θώψ:''' γεν. <i>θωπός</i>, ὁ, [[κόλακας]], [[δουλοπρεπής]], [[ψεύτικος]] [[φίλος]], σε Ηρόδ.· ως επίθ., <i>θῶπες λόγοι</i>, κολακευτικά [[λόγια]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θώψ:''' θωπός adj. льстивый (θῶπες λόγοι Plat.).<br />θωπός ὁ льстец Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
English (LSJ)
gen. θωπός, ὁ,
A flatterer, false friend, Hdt.3.80; θ. πλούτου Antipho Soph.65, cf. Them.Or.20.237d. II as Adj., θῶπες λόγοι fawning speeches, Trag.Adesp.24, Pl.Tht.175e, Ph.2.52 (cf. τέ-θηπα, θάμβος).
French (Bailly abrégé)
θωπός (ὁ) :
flatteur.
Étymologie: cf. θωπεύω.
Greek Monotonic
θώψ: γεν. θωπός, ὁ, κόλακας, δουλοπρεπής, ψεύτικος φίλος, σε Ηρόδ.· ως επίθ., θῶπες λόγοι, κολακευτικά λόγια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θώψ: θωπός adj. льстивый (θῶπες λόγοι Plat.).
θωπός ὁ льстец Her.