κατακολυμβάω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, καταδύομαι, σε Θουκ. | |lsmtext='''κατακολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, καταδύομαι, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακολυμβάω:''' погружаться в воду, нырять (χῆνες κατακολυμβῶσιν Arst.): κατακολυμβῶντες Thuc. водолазы; ὁ κατακολυμβῆσαι [[δεινός]] Luc. отлично ныряющий пловец. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:37, 31 December 2018
English (LSJ)
A dive down, Th.7.25, Arist.HA620b34, Luc.JTr. 48.
German (Pape)
[Seite 1355] untertauchen; Arist. H. A. 7, 2; Luc. Iov. trag. 48.
Greek (Liddell-Scott)
κατακολυμβάω: βουτῶ κάτω, κολυμβῶ εἰς τὸ βάθος, Θουκ. 7. 5, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’enfoncer sous l’eau, plonger.
Étymologie: κατά, κολυμβάω.
Greek Monotonic
κατακολυμβάω: μέλ. -ήσω, καταδύομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατακολυμβάω: погружаться в воду, нырять (χῆνες κατακολυμβῶσιν Arst.): κατακολυμβῶντες Thuc. водолазы; ὁ κατακολυμβῆσαι δεινός Luc. отлично ныряющий пловец.