κατέαγα: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ.
|lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατέᾱγα:''' pf. к [[κατάγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 13:33, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέᾱγα Medium diacritics: κατέαγα Low diacritics: κατέαγα Capitals: ΚΑΤΕΑΓΑ
Transliteration A: katéaga Transliteration B: kateaga Transliteration C: kateaga Beta Code: kate/aga

English (LSJ)

κατεάγην [ᾰ], κατέαξα,

   A v. κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. κατάγνυμι.

Greek Monotonic

κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.