κατυβρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατυβρίζω:''' κατ-ύπερθε, κατ-[[υπέρτερος]], κατ-υπνόω, Ιων. αντί <i>καθ-</i>. | |lsmtext='''κατυβρίζω:''' κατ-ύπερθε, κατ-[[υπέρτερος]], κατ-υπνόω, Ιων. αντί <i>καθ-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατυβρίζω:''' ион. = [[καθυβρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.
Greek (Liddell-Scott)
κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
Greek Monolingual
κατυβρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.
Greek Monotonic
κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.
Russian (Dvoretsky)
κατυβρίζω: ион. = καθυβρίζω.