κεχαρισμένος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=η, ον :<br />v. [[χαρίζομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεχᾰρισμένος''': -ένως, ἴδε ἐν λέξ. [[χαρίζομαι]] ΙΙ.
|lstext='''κεχᾰρισμένος''': -ένως, ἴδε ἐν λέξ. [[χαρίζομαι]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />v. [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Latest revision as of 21:45, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. χαρίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεχᾰρισμένος: -ένως, ἴδε ἐν λέξ. χαρίζομαι ΙΙ.

English (Autenrieth)

see χαρίζομαι.

Greek Monotonic

κεχᾰρισμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του κᾰρίζομαι.